- πράσιος
- ο / πράσιος, -ον, ΝΑ [πράσον]νεοελλ.πράσινη ποικιλία τού χαλαζία, το χρώμα τής οποίας οφείλεται στην παρουσία τού πυριτικού ορυκτού ακτινόλιθος, αλλ. πρασόλιθοςαρχ.1. πράσινος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πράσιοςα) εμετόςβ) είδος πολύτιμου λίθου, η πρασίτις*3. το θηλ. ως ουσ. ἡ πράσιοςτο φυτό πράσιο4. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Πράσιοιο ένας από τους δύο κύριους ανταγωνιζόμενους δήμους τής Κωνσταντινούπολης, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, οι Πράσινοι.
Dictionary of Greek. 2013.